- Χάρων
- Харон (перевозчик душ умерших)
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Χάρων — the eagle masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρων — the eagle masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… … Dictionary of Greek
χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… … Dictionary of Greek
Харон — (Χάρων, Charon) в послегомеровских народных верованиях греков седой перевозчик. переправлявший на челноке через реку Ахерон в подземное царство тени умерших. Впервые имя X. упоминается в одной из поэм эпического цикла Миниаде; особое же… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Χάρωνα — Χάρων the eagle masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρωνα — χάρων the eagle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάρωνας — Χάρων the eagle masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρωνας — χάρων the eagle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χάρωνι — Χάρων the eagle masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρωνι — χάρων the eagle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)